αρτόπωλις

αρτόπωλις
ἀρτόπωλις, η (Α)
η πωλήτρια άρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -πωλις (-ιδος) < πωλώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀρτόπωλις — baker s fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτοπώλιδα — ἀρτόπωλις baker s fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτοπώλιδας — ἀρτόπωλις baker s fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτοπώλιδες — ἀρτόπωλις baker s fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτοπώλιδι — ἀρτόπωλις baker s fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτοπώλιδος — ἀρτόπωλις baker s fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτοπώλισι — ἀρτόπωλις baker s fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτοπώλισιν — ἀρτόπωλις baker s fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτόπωλιν — ἀρτόπωλις baker s fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”